- φιλέρι
- τοποικιλία κλήματος καθώς και το σταφύλι που παράγεται από αυτό με ρώγες πυκνές και σφαιρικές που έχουν ρόδινο μενεξεδί χρώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλέρι — το, Ν 1. ποικιλία αμπέλου 2. συνεκδ. το σταφύλι που παράγεται από αυτήν την ποικιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. filler «μονήρης»] … Dictionary of Greek
φίλερι — φίλερις fond of strife fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέριθ' — φιλέρῑθα , φιλέριθος fond of wool spinning neut nom/voc/acc pl φιλέρῑθε , φιλέριθος fond of wool spinning masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέριθε — φιλέρῑθε , φιλέριθος fond of wool spinning masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek